- ἱπποφοβάς
- ἱππο-φοβάς, άδος, ἡ,A horse-fear, a fabulous plant, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπποφοβάς — ἱπποφοβάς, ἡ (Α) ίππου φόβος, μυθικό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φοβάς < φέβομαι «τρέπομαι φοβισμένος σε φυγή»] … Dictionary of Greek